ολανδρικός

ολανδρικός
-ή, -ό
βλ. ολοανδρικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

  • ολοανδρικός — και ολανδρικός, ή, ό φρ. «ολοανδρική κληρονομικότητα» βιολ. μορφή κληρονομικότητας κατά την οποία οι χαρακτήρες μεταβιβάζονται από πατέρα σε γιο σε όλα τα είδη στα οποία το αρσενικό φύλο είναι ετερογαμικό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”